- λώτινον
- λώτ-ῐνον, τό,A = λωτός III, PBaden 15.18 (i B.C.), PFay.III.II, al. (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λώτινον — neut nom/voc/acc sg λώτινος lotus masc acc sg λώτινος lotus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίνοις — λώτινον neut dat pl λώτινος lotus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίνου — λώτινον neut gen sg λώτινος lotus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίνων — λώτινον neut gen pl λώτινος lotus fem gen pl λώτινος lotus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίνῳ — λώτινον neut dat sg λώτινος lotus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λώτινος — λώτινος, ίνη, ον (Α) [λωτός] 1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.) 3. ο κατάφυτος από… … Dictionary of Greek